- επικρατύνω
- ἐπικρατύνω (Α)ενισχύω ακόμη περισσότερο, δίνω ισχύ και κύρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικρατυνθῇ — ἐπικρατύνω strengthen aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατῦναι — ἐπικρατύνω strengthen aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατύνει — ἐπικρατύ̱νει , ἐπικρατύνω strengthen aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικρατύ̱νει , ἐπικρατύνω strengthen pres ind mp 2nd sg ἐπικρατύ̱νει , ἐπικρατύνω strengthen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατύνουσι — ἐπικρατύ̱νουσι , ἐπικρατύνω strengthen aor subj act 3rd pl (epic) ἐπικρατύ̱νουσι , ἐπικρατύνω strengthen pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικρατύ̱νουσι , ἐπικρατύνω strengthen pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατύνεται — ἐπικρατύ̱νεται , ἐπικρατύνω strengthen aor subj mid 3rd sg (epic) ἐπικρατύ̱νεται , ἐπικρατύνω strengthen pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατύνας — ἐπικρατύ̱νᾱς , ἐπικρατύνω strengthen aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατύνειν — ἐπικρατύ̱νειν , ἐπικρατύνω strengthen pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατύνοντας — ἐπικρατύ̱νοντας , ἐπικρατύνω strengthen pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατύνουσαι — ἐπικρατύ̱νουσαι , ἐπικρατύνω strengthen pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)